- εγκαιροφλεγής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που αναφλέγεται στην κατάλληλη στιγμή (για οβίδα που ρυθμίζεται κατάλληλα, ώστε να αναφλέγεται σε ορισμένο σημείο της τροχιάς της).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.